- βεβιωκυίαις
- βεβιωκυί̱αις , βιόωliveperf part act fem dat plβεβιωκυί̱ᾱͅς , βιόωliveperf part act fem dat pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.